Μία νέα μελέτη που βασίζεται σε έναν αλγόριθμο ομάδας βρετανικών πανεπιστημίων προβλέπει ότι 63 χώρες –περίπου οι μισές από αυτές που αξιολογούνται πιστοληπτικά από τους οίκους χρηματοοικονομικής αξιολόγησης S&P Global, Moody’s και Fitch- είναι ενδεχόμενο να δουν την πιστοληπτική ικανότητά τους να υποβαθμίζεται από το 2030 εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Ερευνητές από τα Cambridge University, University of East Anglia και SOAS University of London εξετάζουν «ένα ρεαλιστικό σενάριο», το οποίο είναι γνωστό ως RCP 8.5. Το σενάριο αυτό έχει ως βασική υπόθεση τη συνέχιση της αύξησης των εκπομπών άνθρακα και άλλων βλαβερών αερίων μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
Το δεύτερο επίπεδο της έρευνας για τους επιστήμονες εντοπίζεται στην πιθανή αρνητική επίδραση των αυξανόμενων θερμοκρασιών, της στάθμης των θαλασσών και άλλων ενδεχόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις οικονομίες των χωρών, στη χρηματοοικονομική κατάστασή τους αλλά και στην πιστοληπτική αξιολόγησή τους.
«Εντοπίσαμε ότι 63 χώρες θα βρεθούν αντιμέτωπες με υποβαθμίσεις σε περίπου 1,02 χαμηλότερη βαθμίδα στην κλίμακα αξιολόγησης από το 2030, ενώ 80 χώρες θα βρεθούν αντιμέτωπες με μέση υποβάθμιση 2,48 βαθμίδων έως το 2100» αναφέρεται στη μελέτη που δημοσιοποιήθηκε χθες.
Στις χώρες που θα δεχτούν το μεγαλύτερο πλήγμα περιλαμβάνονται η Κίνα, η Χιλή, η Μαλαισία και το Μεξικό, οι οποίες ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες ακόμη και με έξι βαθμίδες υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητάς τους έως το τέλος του αιώνα. Επίσης οι ΗΠΑ, η Γερμανία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ινδία και το Περού μπορεί να υποβαθμιστούν περίπου κατά τέσσερις θέσεις.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι ουσιαστικά όλες οι χώρες, είτε είναι πλούσιες είτε φτωχές, είτε είναι θερμές είτε κρύες, θα έχουν υποβαθμίσεις στην πιστοληπτική τους αξιολόγηση, αν διατηρηθεί η παρούσα τροχιά των εκπομπών άνθρακα».
Η ίδια μελέτη εκτιμά επίσης ότι η μείωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης συνήθως αυξάνει το κόστος δανεισμού των χωρών στις διεθνείς αγορές, ενώ οι υποβαθμίσεις εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσαν να προσθέσουν 137 έως 205 δισεκατομμύρια δολάρια στην εξυπηρέτηση πληρωμών του ετήσιου χρέους των χωρών έως το 2100.