Με δεκάδες θανατηφόρους καύσωνες συνδέθηκαν άμεσα για πρώτη φορά οι εκπομπές άνθρακα από τις μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη. Οπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα «Guardian», η μελέτη χαρακτηρίστηκε «άλμα προς τα εμπρός» στη νομική μάχη για την απόδοση ευθυνών στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες όσον αφορά τις επιπτώσεις εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, στην οποία συμβάλλουν.
Η μελέτη που δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature» διαπίστωσε ότι οι εκπομπές οποιασδήποτε από τις 14 μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου ήταν από μόνες τους αρκετές για να προκαλέσουν περισσότερους από 50 καύσωνες, οι οποίοι διαφορετικά θα ήταν σχεδόν αδύνατο να συμβούν. Στην πράξη, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές αερίων προκάλεσαν τους καύσωνες.
Για παράδειγμα, η ρύπανση από τα ορυκτά καύσιμα της ExxonMobil κατέστησε 51 καύσωνες τουλάχιστον 10.000 φορές πιο πιθανούς από ό,τι σε έναν πλανήτη που δεν βρισκόταν σε υπερθέρμανση, σύμφωνα με τους ερευνητές. Το ίδιο συνέβη και με τις εκπομπές ρύπων της Saudi Aramco.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη κάνει τους καύσωνες πιο συχνούς και πιο έντονους παγκοσμίως, συμβάλλοντας σε τουλάχιστον 500.000 θανάτους κάθε χρόνο που σχετίζονται με την υπερβολική ζέστη.
Η νέα έρευνα διαπίστωσε ότι το σύνολο των εκπομπών από τις 180 εταιρείες που χαρακτηρίζονται ως «carbon majors», δηλαδή των πιο ρυπογόνων ομίλων, ευθύνεται για περίπου το μισό της αύξησης της έντασης του φαινομένου, ενώ οι εκπομπές που προέρχονται από την καταστροφή δασών συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου.
Μάλιστα, ακόμη και οι εκπομπές από εταιρείες που βρίσκονται χαμηλότερα στη λίστα είχαν σημαντικό αντίκτυπο. Η ρύπανση άνθρακα από καθεμία από αυτές έκανε 16 καύσωνες τουλάχιστον 10.000 φορές πιο πιθανούς από ό,τι πριν από την κλιματική κρίση.
Συνοπτικά, κρίθηκε ότι οι 213 καύσωνες που μελετήθηκαν από τους επιστήμονες έγιναν κατά μέσο όρο 200 φορές πιο πιθανοί την περίοδο 2010–2019 λόγω της κλιματικής κρίσης.
«Το να μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη συμβολή αυτών των μεμονωμένων εκπομέων και να ποσοτικοποιήσουμε την ευθύνη τους θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο για την καθιέρωση πιθανής νομικής ευθύνης» δήλωσε η καθηγήτρια Σόνια Σενεβιράτνε του πανεπιστημίου ETH Zurich της Ελβετίας, εκ των συντακτών της μελέτης.
Αντιστοίχως ο δρ Νταβίντε Φαράντα, ερευνητής στο Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας και μέλος της ομάδας, τόνισε: «Αυτή η έρευνα προσθέτει ένα κρίσιμο νέο βήμα: συνδέει συγκεκριμένες κλιματικές καταστροφές με τις εταιρείες των οποίων οι εκπομπές τις έκαναν δυνατές. Αυτή η γέφυρα θα μπορούσε να αποτελέσει ακρογωνιαίο λίθο για νομική και πολιτική δράση, ώστε να λογοδοτήσουν οι ρυπαντές».
Σημειώνεται ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποφάνθηκε τον Ιούλιο πως η αποτυχία πρόληψης της κλιματικής ζημιάς μπορεί να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, ενώ τον Μάιο το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας διαμόρφωσε νομικό προηγούμενο κρίνοντας ότι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για τη συμβολή τους στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Για την ιστορία, η αύξηση της μέσης έντασης των καυσώνων αυξήθηκε από 1,4 βαθμούς Κελσίου την περίοδο 2000–2009 σε 2,2 βαθμούς την περίοδο 2020–2023. Οι 213 σημαντικοί καύσωνες που μελετήθηκαν εκδηλώθηκαν από το 2000 έως το 2023 και κάλυψαν κάθε ήπειρο.
Πηγή: newmoney.gr