Ο φλεγματικός Winston Churchill –ιδρυτής της Ευρωπαϊκής Κίνησης με την Διακήρυξη του 1948 στη Χάγη- απεφάνθη ότι ο μοναδικός τρόπος για να είσαι σίγουρος ότι η Ιστορία θα σε αντιμετωπίσει με συμπάθεια, είναι να τη γράψεις ο ίδιος. Εκείνος το έπραξε κιόλας. Αλλά, στην εποχή μας, των κοινωνικών δικτύων και του ίντερνετ, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει για την πρώην, πλέον, Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, που, ίσως σημαδιακά, μας αποχαιρέτησε ως χώρα την επομένη του “Όχι”, με λόγια σαφώς απαλότερα των πράξεών της εδώ και 11 χρόνια.
Του Μιχάλη Α. Αγγελόπουλου*
Άλλωστε, κάτι τέτοιο, το να την αντιμετωπίσει συνολικά η Ιστορία με συμπάθεια μάλλον δεν υπήρξε ποτέ επιδίωξή της. Για όλο το διάστημα της παντοδυναμίας της ήταν φανερό ότι το κύριο μέλημά της υπήρξε να τη συμπαθούν οι σύγχρονοι συμπατριώτες της.
Και για πολύ καιρό, αυτό, το κατάφερε. Αν τα στερνά τιμούν τα πρώτα, όμως και εκεί υπάρχει ένα πρόβλημα για την επί 16 έτη “σιδηρά κυρία” της Γερμανίας -και κατ’ επέκτασιν της Ευρώπης. Η προτεραιότητά της ήταν η Γερμανική Ευρώπη και όχι η Ευρωπαϊκή Γερμανία.
Τους τελευταίους μήνες της μακρόχρονης κυριαρχίας της η κ. Μέρκελ αντιμετώπισε σκληρή κριτική και εντός Γερμανίας και η άλλοτε εντυπωσιακή δημοφιλία της μειώθηκε σημαντικά.
Η πρόσφατη, ιστορική εκλογική ήττα των Χριστιανοδημοκρατών, που για πρώτη φορά μετά από 72 χρόνια έπεσαν σε ποσοστό κάτω απ’ το 30%, με 8% λιγότερες ψήφους από το 2017, οφείλεται εν πολλοίς και στους δικούς της χειρισμούς.
Όχι μόνον τους εσωκομματικούς, αλλά και κάποιων κυβερνητικών επιλογών της -στη διαχείριση της πανδημίας, όπως και σε άλλους τομείς- που δυσαρέστησαν μεγάλο μέρος των παραδοσιακών της ψηφοφόρων.
Απ’ το Νότο τα περισσότερα “βέλη”
Όμως οι περισσότερες βολές εναντίον της, τώρα, την ώρα του απολογισμού έρχονται, φυσικά, εκτός Γερμανίας. Για την Ευρώπη, η αποχώρηση από την ενεργό δράση της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, συνιστά σίγουρα το τέλος μιας εποχής. Μια εποχής, ωστόσο, που λίγοι θα αναπολήσουν και οι περισσότεροι θα θελήσουν να αφήσουν στο παρελθόν, ελπίζοντας, συγχρόνως, να σηματοδοτήσει μια αλλαγή σελίδας για την Ε.Ε.
Κι αυτό επειδή στη διάρκεια της θητείας της η κ. Μέρκελ κατέστησε τη Γερμανία σαφώς την πιο ισχυρή δύναμη της ηπείρου μας. Δεν την κατέστησε όμως ηγέτιδα, γιατί η ηγεσία προϋποθέτει ενότητα στόχων και ωφελειών. Κάτι τέτοιο δεν την χαρακτήρισε. Και ειδικά η μακρά περίοδος κατά την οποία, πολιτικά, πορεύθηκε ως αχώριστο δίδυμο με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπήρξε φαιά για μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
Πολιτικές εμμονικά προσκολλημένες στην δημοσιονομική ισορροπία διάβρωσαν την ευρωπαϊκή συνοχή, αποδυνάμωσαν τη σημαντικότατη, θεμελιώδη ιδρυτική αρχή της αλληλεγγύης, αφαίρεσαν το ανθρώπινο πρόσωπο που όφειλαν καταστατικώς αλλά και εκ των πραγμάτων να έχουν οι Βρυξέλλες, αποδυνάμωσαν ή έως και κατέστησαν απλώς διακοσμητικά τα υψηλότερα θεσμικά όργανα, βύθισαν σε οικονομική ανέχεια τις χώρες του Νότου και πολύ περισσότερο την Ελλάδα και, σίγουρα, δεν ευνόησαν την ατζέντα της διεύρυνσης. Το αντίθετο μάλιστα.
Αν η Καγκελάριος θεωρούσε και θεωρεί τον εαυτό της ηθικά δικαιωμένο για τέτοιες πρακτικές επειδή, πράγματι, πρώτα η ίδια υπέβαλε σε πολλές θυσίες το λαό της χώρας της μέχρι να ενσωματωθεί πλήρως στο όλο οικοδόμημα και να εξισωθεί οικονομικά το κομμάτι της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, μ’ αυτό της Δυτικής, είναι ένα θέμα αποκλειστικά δικό της.
Οι “ενάρετοι” και τα PIGS
Όσοι οραματίσθηκαν την Ενωμένη Ευρώπη, ωστόσο, θα θεωρούσαν -και δικαίως- καθόλου στέρεο ένα τέτοιο αιτιολογικό υπόβαθρο και αρκετά στρεβλή μια τέτοια οπτική. Η Ένωση, άλλωστε, συστάθηκε ακριβώς για να αμβλύνει ανισότητες -άρα και αιτίες αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων- όχι για να αγγίξει το σημείο να διαιρέσει τις χώρες-μέλη της σε “ενάρετους” και PIGS, όπως φτάσαμε πριν από 10 χρόνια να ονομάζονται συλλήβδην η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία.
Έτσι, η όψιμη, έμμεση κιόλας, σε επίπεδο κατανόησης βασικά, έκφραση μεταμέλειας της Άνγκελα Μέρκελ για τη στάση της απέναντι στη χώρα μας ίσως και να είναι ειλικρινής, αλλά δε σημαίνει και πολλά, ούτε διορθώνει κάτι.
Το Brexit, που πλήγωσε βαθιά την Ε.Ε., δεν ήταν, άλλωστε, αποτέλεσμα κάποιας δυσαρέσκειας των Άγγλων π.χ. με την Ελλάδα ή την Πορτογαλία. Ήταν ξεκάθαρα μια απόφαση που αφορούσε στην άρνησή τους να παραμένουν σε μια “γερμανική” Ένωση.
Μια Ένωση που συνεχώς απομακρυνόταν από τις αρχές και αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε και έφτασε να λειτουργεί εν πολλοίς με κύριο, αν όχι και μοναδικό γνώμονα, αποκλειστικά το οικονομικό, διπλωματικό και γεωπολιτικό συμφέρον της Γερμανίας και των χωρών-δορυφόρων της.
Συγχρόνως, η “Ευρώπη της Μέρκελ” έδειξε τεράστια δυσκαμψία και μυωπική στάση σε ζωτικής σημασίας θέματα, όπως η κοινωνική χροιά των εφαρμοσμένων πολιτικών της, η αναβάθμιση του θεσμικού ρόλου του Ευρωκοινοβουλίου, το ευρωπαϊκό Σύνταγμα, η ενδυνάμωση των πολιτών και η ουσιαστική συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση της Ε.Ε. και πολλά άλλα ακόμη.
Η Μέρκελ αφήνει πίσω της μια “λειψή” Ευρώπη
Η Ευρώπη που αφήνει πίσω της η Άνγκελα Μέρκελ, λειτουργεί κατακερματισμένα στους περισσότερος κρίσιμους τομείς, κυρίως με δική της ευθύνη. Είναι μια “λειψή” Ευρώπη:
– Επιπλέον αποσχιστικές τάσεις και υφίστανται και εντείνονται (βλέπε Πολωνία, Ουγγαρία κ.λπ.).
– Υπό ένταξη χώρες που κάποτε έβλεπαν ως ιδανική προοπτική την Ε.Ε., αντιμετωπίζουν τώρα με σκεπτικισμό μια τέτοια πιθανότητα.
– Κοινή εξωτερική πολιτική στα μείζονα, κεντρικής σημασίας θέματα δεν υπάρχει.
– Ο Ευρωστρατός και η ενεργή ασφάλεια των συνόρων παραμένουν μια συζήτηση από θεωρητική έως, στην καλύτερη περίπτωση, ασαφής και, πάντως, υποβαθμισμένη.
– Οι προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίζονται πρακτικά ως θέμα αποκλειστικά δικό μας και της γείτονος, κυρίως εξαιτίας της παραδοσιακής ειδικής σχέσης -όχι μόνο οικονομικής- της Γερμανίας με τη χώρα, αλλά και προσωπικά της κ. Μέρκελ με τον Ερντογάν. (Εμμέσως πλην σαφέστατα, αυτή η προνομιακή αντιμετώπιση της γείτονος από την ίδια υπογραμμίστηκε και στις τελευταίες της δηλώσεις μετά τη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό).
– Το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα τρέχει με δύο και τρεις ταχύτητες και όλο το βάρος πέφτει εν τέλει στις χώρες πρώτης υποδοχής -και παραμένει σ’ αυτές.
– Η ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης παραμένει απατηλό όνειρο, την ίδια στιγμή, ωστόσο, που, για δικούς της λόγους, η Γερμανία ηγείται ομίλου χωρών οι οποίες αρνούνται κατηγορηματικά να υπάρξουν παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας ενόψει ενός εξαιρετικά δύσκολου χειμώνα.
– Η “πράσινη ανάπτυξη” ορίζεται βασικά στο επίπεδο που συμφέρει κυρίως τα γερμανικά εργοστάσια παραγωγής ανεμογεννητριών, ενώ τα αιολικά πάρκα αποδεικνύονται στην πράξη μια από τις λιγότερο αποδοτικές ΑΕΠ και έχουν μεγάλο κόστος στο περιβάλλον και όταν εγκαθίστανται και, πολύ περισσότερο, όταν παροπλίζονται.
– Οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία, καθώς και η επιδίωξη της πρωτοπορίας σε τεχνολογικούς τομείς-σταθμούς για το μέλλον, όπως το 5G, ο Κβαντικός Υπολογιστής και η Τεχνητή Νοημοσύνη, αντιμετωπίστηκαν ως δευτερευούσης σημασίας -πρωτεύον θεωρήθηκε η διείσδυση και επικράτηση σε όλες τις αγορές των γερμανικών προϊόντων, καταναλωτικών και άλλων.
Και αρκετά ακόμη, με πιο χαρακτηριστικά ίσως, την εμπορική της πολιτική με την Κίνα, στην οποία εξήγαγε πατέντες υψηλής τεχνολογίας και εισήγαγε καταναλωτικά αγαθά χαμηλής κατηγορίας.
Ίσως αλλάξει στάση η Γερμανία, αλλά όχι ριζικά
Με την αποχώρησή της και, κυρίως, με το CDU να είναι πια δεύτερο κόμμα, χώρες όπως η Γαλλία σπεύδουν τώρα να καλύψουν το πιθανό κενό στους συσχετισμούς ισχύος που θα προκαλέσει μια πιθανή αλλαγή στροφής από τη νέα γερμανική κυβέρνηση.
Απ’ τη μία όμως, η μετά-Μέρκελ Γερμανία αποκλείεται να είναι και τόσο διαφορετική από τη δική της. Η κουλτούρα της πολιτικής λειτουργίας στη χώρα είναι βαθιά ριζωμένη, διαπνέεται από την διαχρονική ιστορική πεποίθηση μιας κάποιου είδους υπεροχής των Γερμανών και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την εξυπηρέτηση και προώθηση των συμφερόντων του οικονομικο-βιομηχανικού συμπλέγματος της χώρας.
Η νέα γερμανική κυβέρνηση όλοι ελπίζουν ότι θα υιοθετήσει πολιτικές λιγότερο υποταγμένες στο “βρόχο” της δημοσιονομικής πειθαρχίας, που πνίγει τις μισές οικονομίες της ηπείρου μας και δεν επιτρέπει τη γενικευμένη και σταθερή χρήση πανίσχυρων, καθώς απέδειξε και η πανδημία, οικονομικών όπλων όπως τα “ευρωομόλογα”, η ρήτρα διαφυγής και η ποσοτική χαλάρωση.
Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο και, σε κάθε περίπτωση, τυχόν τέτοιου είδους αλλαγές θα είναι μικρές και διστακτικές και πολύ δύσκολα θα παρατηρήσουμε κάποια δραματική αλλαγή προς το ουσιαστικά καλύτερο.
Μοναδική λύση η πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη!
Το πράγμα, μετά και τα πολυδιάστατα διδάγματα της πανδημίας είναι ξεκάθαρο πλέον: αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία της Ευρώπης να παραμείνει πραγματικά σημαντικός παίκτης, με ουσιαστικό εκτόπισμα και βαρύνουσα επιρροή σ’ ένα ασταθέστατο και ταχύτατα μεταλλασσόμενο διεθνές σκηνικό. Και ο μοναδικός τρόπος να το πετύχει αυτό, είναι να προχωρήσει στη λειτουργία της ως πραγματικά ομόσπονδη οικονομική και γεωπολιτική οντότητα.
Μόνη της ή έστω με λίγους “δορυφόρους” μαζί, καμία απολύτως ευρωπαϊκή χώρα δε μπορεί, αυτοτελώς, να αποτελέσει υπολογίσιμο μέγεθος απέναντι στην Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδία, τις ΗΠΑ. Σε κανένα επίπεδο.
Αν το αρχικό έναυσμα για την ενοποίηση, που γεννήθηκε από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν το να δοθεί τέλος σε μια ατέλειωτη σειρά αιματηρών ενδο-ευρωπαϊκών συγκρούσεων, το σημερινό ζητούμενο είναι, κυριολεκτικά, η επιβίωση της ίδιας της ηπείρου σ’ ένα διεθνές περιβάλλον όπου η οικονομική ισχύς χωρίς ανάλογο στρατιωτικό, ενεργειακό και τεχνολογικό υπόβαθρο έχει μικρή σημασία.
Η Ένωση συστάθηκε ακριβώς ώστε κάποια στιγμή, να μπορεί να απολαμβάνει τα οφέλη του συνολικού μεγέθους της σε τέτοιο επίπεδο, οικονομικό και γεωπολιτικό. Μια μόνο στα χαρτιά “ενωμένη” Ευρώπη, στην ουσία μεμονωμένων χωρών (και μάλιστα δύο και τριών ταχυτήτων), είναι μια Ευρώπη εύκολο θήραμα, που θα βρεθεί πολύ σύντομα στο περιθώριο κάθε είδους εξελίξεων. Μόνον μια ομονοούσα, συντεταγμένη και πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη έχει ελπίδα.
Ως προς αυτό το επιτακτικώς ζητούμενο, η απερχόμενη “ηγέτιδα” της Ε.Ε. απέτυχε παταγωδώς. Όχι απλώς δεν έκανε πολλά, αλλά, αντίθετα, υπονόμευσε εμπράκτως και αρκετά που θα βοηθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Παρότι, βέβαια επιμερισμός της πολιτικής ευθύνης για την κατάσταση της Ευρώπης υπάρχει και για άλλους Ευρωπαίους ηγέτες που την «συνόδευσαν» στην 16ετή πορεία της, ήταν επί των ημερών της κυριαρχίας της, όταν παρουσιάστηκε, αλλά και χάθηκε αυτή η ευκαιρία για μια Ευρώπη ενωμένη και ουσιαστικά δυνατή σε όλους τους τομείς. Και τώρα που αποχωρεί ίσως να είναι ήδη πολύ αργά για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο.
Εν κατακλείδι, η παρουσία της Άνγκελα Μέρκελ υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, επιβλητική. Η απουσία της, ίσως αποδειχθεί εξίσου καταλυτική, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Κι όσο για την υστεροφημία της, μόνον ο χρόνος θα μπορέσει να αποτελέσει αξιόπιστο μάρτυρά της…
* Ο Μιχάλης Α. Αγγελόπουλος είναι πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κίνησης Ελλάδας, Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης της ΚΕΔΕ & πρώην Αντιπρόεδρος του Κογκρέσου Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης.