Χρέος: Γιατί ο ESM προτείνει την αύξηση του ορίου στο 100% του ΑΕΠ και δίνει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις

Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός θεσμός που κατέθεσε την περασμένη Δευτέρα την πρότασή του για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων στον διάλογο που ξεκίνησε επίσημα στις 19 Οκτωβρίου.

Η πρόταση προβλέπει τρία στοιχεία. Πρώτον, την αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου χρέους μίας χώρας – μέλους από το 60% του ΑΕΠ στο 100% του ΑΕΠ με παράλληλη διατήρηση του κανόνα για μείωση του υπερβάλλοντος χρέους κατά ένα εικοστό (5%) ετησίως μέχρι να επανέλθει το χρέος στο 100%. Η μείωση του χρέους θα διασφαλίζεται με την επίτευξη των αντίστοιχων πρωτογενών πλεονασμάτων. Σε περίπτωση ύφεσης ή επενδυτικού κενού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορεί να αναστέλλει την υποχρέωση μείωσης του χρέους.

Δεύτερον, τη διατήρηση του ορίου 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο θεωρείται ότι σε γενικές γραμμές λειτουργεί θετικά για τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Τρίτον, προβλέπει την επιβολή πλαφόν στην αύξηση των δημοσίων δαπανών με βάση την τάση αύξησης του ΑΕΠ για τις χώρες – μέλη με χρέος μικρότερο από 100% του ΑΕΠ ή για τις χώρες με υψηλότερο χρέος, σε περίπτωση που είναι σε ύφεση ή έχουν επενδυτικό κενό. Από τις δαπάνες θα εξαιρούνται οι πόροι της ΕΕ για τη συγχρηματοδότηση επενδύσεων, εφάπαξ δαπάνες και η επίπτωση των αυτόματων σταθεροποιητών.

Η πρόταση του ESM είναι κατ’ αρχή θετική για την Ελλάδα, καθώς μειώνει την απόσταση που πρέπει να καλύψει το χρέος της, το οποίο αυξήθηκε λόγω της πανδημίας πάνω από το 200% του ΑΕΠ, ενώ προβλέπεται και η δυνατότητα εξαιρέσεων από την προσαρμογή όταν υπάρχει επενδυτικό κενό, το οποίο στην Ελλάδα είναι επίσης σημαντικό.

Οι αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες που προτείνει ο ESM βασίζονται σε τρεις παραδοχές. Πρώτον, ότι μετά την πρόσφατη αύξηση του επιπέδου του χρέους των χωρών της ΕΕ λόγω του κορονοϊού, το όριο του χρέους στο 60% του ΑΕΠ δεν είναι πλέον ρεαλιστικό, επειδή θα απαιτούσε πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Δεύτερον, ότι η μείωση των επιτοκίων καθιστά δυνατή τη χρηματοδότηση υψηλότερου χρέους. Αν και αναμένεται ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν από τα σημερινά πολύ χαμηλά επίπεδά τους, θεωρείται ότι θα συνεχίσουν να είναι χαμηλότερα σε σχέση με τα επίπεδά τους πριν από 25 – 30 χρόνια όταν είχαν καθορισθεί οι δημοσιονομικοί κανόνες με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τρίτον, ότι όλες οι χώρες της ΕΕ θα έχουν αυξημένες ανάγκες για δημόσιες επενδύσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.

Με άλλα λόγια, στόχος είναι να μην αποθαρρυνθούν με τους δημοσιονομικούς κανόνες οι δημόσιες επενδύσεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Στην έκθεσή του, ο ESM αναφέρει σχετικά: «Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι προσπάθειες συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες πιθανόν αποθάρρυναν τις δημόσιες επενδύσεις. Η χρηματοπιστωτική κρίση και η συνακόλουθη πίεση των αγορών οδήγησε σε μειώσεις των δημόσιων επενδύσεων σε πολλές αναπτυγμένες οικονομίες. Η μείωση των δημόσιων επενδύσεων ήταν σημαντική, ιδιαίτερα σε χώρες που ήταν σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Μετά την πανδημία, οι χώρες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν επενδυτικά κενά και να διασφαλίσουν πρόσθετη χρηματοδότηση για να επιτύχουν στόχους που έχουν τεθεί από ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες καθώς και να ενισχύσουν την ανάπτυξη».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι στην ΕΕ θα απαιτηθούν νέες επενδύσεις 260 δισ. ευρώ ετησίως ή περίπου το 1,5% του ΑΕΠ του 2018 για να επιτευχθούν οι στόχοι για τη μείωση των ρύπων κατά 55% έως το 2030, ενώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων εκτιμά ότι το συνολικό κενό για επενδύσεις υποδομών στην ΕΕ θα φθάσει τα 155 δισ. ευρώ τον χρόνο για την επίτευξη των στόχων αυτών. Αντίστοιχα, υπάρχει ένα κενό 1% του ΑΕΠ της ΕΕ όσον αφορά την τεχνολογία της πληροφορικής και των επικοινωνιών.