Ανεπαρκείς οι δεσμεύσεις των κρατών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής

Λίγες ημέρες απομένουν για την έναρξη των εργασιών της Παγκόσμιας Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Κλίμα και η γενική διαπίστωση του Οργανισμού δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αμφισβητήσεις: οι δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου θα έπρεπε να είναι επτά φορές πιο φιλόδοξες, ώστε να είναι εφικτός ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου.

Παρά τις νέες δεσμεύσεις περισσότερων από 120 χώρες από τις 30 Σεπτεμβρίου, η διαφορά με ό,τι θα ήταν απαραίτητο προκειμένου να τηρηθεί η Συμφωνία του Παρισιού -που έχει σκοπό να μειωθεί η υπερθέρμανση πολύ κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, αν είναι δυνατόν στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή-, «παραμένει σημαντική», συμπεραίνει η έκθεση που δημοσιοποίησε το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (PNUE).

Έτσι, οι νέες υποσχέσεις «μειώνουν τις προβολές εκπομπών για το 2030 κατά 7,5%, ενώ, για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου και 55% για τον 1,5 βαθμό Κελσίου θα ήταν απαραίτητη μείωση 30%».

«Η μείωση πρέπει να είναι τέσσερις φορές πιο σημαντική, προκειμένου να είναι συμβατή με τους +2 βαθμούς Κελσίου και σχεδόν οκτώ φορές πιο σημαντική για να είναι συμβατή με τον +1,5 βαθμό Κελσίου» εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο η Αν Ολόφ, εκ των συντακτών της έκθεσης, και πρόσθεσε: «Υπήρξε πρόοδος… Αλλά είμαστε πολύ μακριά από εκεί όπου έπρεπε να είμαστε».

Ο πλανήτης οδηγείται σε υπερθέρμανση κατά 2,7 βαθμούς
Οι πρώτες συνεισφορές που ορίστηκαν σε εθνικό επίπεδο (Nationally Determined Contributions, NDC) από τους περίπου 200 υπογράφοντες τη Συνθήκη του Παρισιού οδηγούν τον πλανήτη προς μια υπερθέρμανση 3 ή 4 βαθμών Κελσίου.

Με τις νέες NDCs που κατατέθηκαν από 143 χώρες και τις υποσχέσεις που δεν έχουν ακόμη καθοριστεί επακριβώς από μεγάλες οικονομίες -όπως η Κίνα- για το 2030, ο κόσμος κατευθύνεται στο εξής προς μια υπερθέρμανση τουλάχιστον 2,7 βαθμών Κελσίου.

Επιπλέον των NDCs, που παρουσιάζουν αναλυτικά τους στόχους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, 49 χώρες που εκπροσωπούν το 57% των παγκόσμιων εκπομπών δεσμεύτηκαν επίσης επίσημα για ουδετερότητα άνθρακα στο μέσον του αιώνα (μια πλειονότητα για το 2050, μερικές για το 2060 ή το 2045).

Οι δεσμεύσεις αυτές θα επέτρεπαν να μειωθεί επιπλέον μισός βαθμός και άρα να φτάσουμε στους +2,2 βαθμούς Κελσίου, σημειώνει η έκθεση. Όμως οι ερευνητές προειδοποιούν για τον κίνδυνο να ξεπεραστούν σε μεγάλο βαθμό αυτές οι προβλέψεις. Καταρχάς, ξεκινούν από την υπόθεση πως οι δεσμεύσεις τηρούνται, ενώ ένας προηγούμενος αριθμός δεσμεύσεων εξακολουθεί να μην έχει εκπληρωθεί. Έτσι, ως ομάδα, οι χώρες του G20 δεν βρίσκονται κοντά στην τήρηση των προηγούμενων NDCs τους. Σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές προς την κλιματική ουδετερότητα, είναι «αόριστες».

Ωστόσο, και άλλα σημάδια είναι ανησυχητικά. Μετά τη μείωση των εκπομπών κατά 5,4% το 2020 λόγω της πανδημίας, παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση το 2021 και οι χώρες δεν άδραξαν την ευκαιρία των σχεδίων ανάκαμψης προκειμένου να επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση, με μόνο το 17% έως 19% των επενδύσεων αυτών να είναι ικανές να μειώσουν τις εκπομπές, σύμφωνα με την έκθεση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προβλέψεις των επιστημόνων βασίζονται σε πιθανότητες. Έτσι, η έκθεση εκτιμά πως υπάρχουν 66% πιθανότητες να μην ξεπεραστούν οι +2,2 βαθμοί Κελσίου. Όμως στο ίδιο σενάριο, υπάρχει «πιθανότητα άνω του 15% η υπερθέρμανση να ξεπεράσει τους 2,5 βαθμούς Κελσίου έως το τέλος του αιώνα και λίγο λιγότερο από 5% να υπερβεί τους 3% βαθμούς Κελσίου».

«Είναι τρομακτικό, υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο την ανάγκη να πάμε όσο πιο χαμηλά γίνεται» σημειώνει η Αν Ολόφ. Πόσω μάλλον όταν κάθε δέκατο βαθμού υπερθέρμανσης μετράει, πολλαπλασιάζοντας τις κλιματικές καταστροφές, από καύσωνες έως πλημμύρες, που ρημάζουν ήδη τον πλανήτη με μια αύξηση περίπου 1,1 βαθμού σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.

«Για να έχουμε μια πιθανότητα να περιορίσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου, έχουμε οκτώ χρόνια προκειμένου να μειώσουμε σχεδόν στο μισό τις εκπομπές αερίου του θερμοκηπίου. Οκτώ χρόνια για να επεξεργαστούμε τα σχέδια, να θέσουμε σε εφαρμογή πολιτικές και τελικά να καταλήξουμε σε αυτές τις περικοπές. Ο χρόνος πιέζει επικίνδυνα» σχολιάζει σε ανακοίνωση η επικεφαλής του PNUE Ίνγκερ Άντερσον.

Οκτώ χρόνια για να μειωθούν οι ετήσιες εκπομπές των 28 γιγατόνων (που υπολογίζονται σε ισοδύναμο διοξειδίου του άνθρακα) το 2030, ενώ οι παρούσες δεσμεύσεις τις μειώνουν μόνο κατά περίπου 4 γιγατόνους ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα, σύμφωνα με την έκθεση. Και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από μόνες τους αναμένεται να φτάσουν τους 33 γιγατόνους το 2021.

Μία από τις επιλογές προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές είναι η εγκατάλειψη της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, που είναι ιδιαίτερα ρυπογόνα. Όμως μια άλλη έκθεση του PNUE έδειξε την περασμένη εβδομάδα πως οι προβλέψεις για την παγκόσμια παραγωγή άνθρακα, πετρελαίου και αερίου είναι δύο και πλέον φορές μεγαλύτερες εκείνων που είναι συμβατές με μια μείωση της υπερθέρμανσης στον 1,5 βαθμό Κελσίου. «Ο κόσμος πρέπει να αφυπνισθεί απέναντι στον επικείμενο κίνδυνο που μας απειλεί ως ανθρώπινο είδος» σημειώνει η Ίνγκερ Άντερσεν.