Παγκόσμια Ημέρα της Γης: Οι επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας

Η 22α Απριλίου εδώ και περισσότερα από 50 χρόνια έχει θεσμοθετηθεί από την κοινωνία των πολιτών ως η Παγκόσμια Ημέρα της Γης. Χρόνο με τον χρόνο, η μέρα αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς η κλιματική και η περιβαλλοντική κρίση καθιστούν επιτακτική την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας, αλλά κυρίως την άμεση λήψη μέτρων, καθώς η ανθρωπογενής δραστηριότητα φαίνεται ότι δεν έχει αφήσει σχεδόν τίποτα ανεπηρέαστο στον πλανήτη. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει πρόσφατη επιστημονική έρευνα του Πανεπιστημίου Cambridge, σύμφωνα με την οποία το 2,8% των εκτάσεων του πλανήτη παραμένει οικολογικά ανέπαφο, με υγιείς πληθυσμούς όλων των ενδημικών ζώων και φυτών και με ανεπηρέαστους οικοτόπους.

Σύμφωνα με του επιστήμονες, αυτά τα μικρά κομμάτια της άγριας ζωής που δεν έχουν υποστεί ζημιές από ανθρώπινες δραστηριότητες βρίσκονται κυρίως σε τμήματα των τροπικών δασών του Αμαζονίου και του Κονγκό, στα δάση και στην τούνδρα της Ανατολικής Σιβηρίας και του Βόρειου Καναδά, καθώς επίσης και στη Σαχάρα.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Frontiers in Forests and Global Change», χωροκατακτητικά ξενικά είδη, συμπεριλαμβανομένων των γατών, των αλεπούδων, των κουνελιών, των αιγών και των καμηλών, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στα εγγενή είδη στην Αυστραλία, όπου οι επιστήμονες δεν βρήκαν άθικτες περιοχές.

Μάλιστα, οι ερευνητές προτείνουν την εισαγωγή μικρού αριθμού σημαντικών ενδημικών ειδών σε ορισμένες κατεστραμμένες περιοχές, όπως ελέφαντες ή λύκοι – μια κίνηση που θα μπορούσε να αποκαταστήσει έως και το 20% των εκτάσεων του πλανήτη καθιστώντας τες και πάλι οικολογικά ακέραιες, όπως εκτιμούν.

Προηγούμενες αναλύσεις, που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε δορυφορικές εικόνες, εκτιμούν ότι το 20%-40% της επιφάνειας της Γης έχει επηρεαστεί ελάχιστα από τους ανθρώπους. Ωστόσο, οι επιστήμονες της νέας αυτής μελέτης υποστηρίζουν ότι τα δάση, η σαβάνα και η τούνδρα μπορεί να φαίνονται ανέπαφα από ψηλά, αλλά στο έδαφος λείπουν ζωτικά είδη. Οι ελέφαντες, για παράδειγμα, διασπείρουν τους σπόρους και με μεγάλες ωφέλειες για τα δάση, ενώ οι λύκοι μπορούν να ελέγχουν τους πληθυσμούς των ελαφιών και αλκών.

Η νέα αξιολόγηση συνδυάζει χάρτες που υποδεικνύουν την ανθρώπινη βλάβη σε βιότοπους με χάρτες που δείχνουν την εξαφάνιση των ζώων από τις αρχικές τους περιοχές ή την ελαχιστοποίηση των πληθυσμών τους, με συνέπεια την αδυναμία διατήρησης υγιών οικοσυστημάτων.

Επιστήμονες δήλωσαν ότι η νέα ανάλυση υποτιμά τις άθικτες περιοχές, επειδή πολλά είδη ζώων χαμένα στους αιώνες είναι ελάχιστα ή καθόλου γνωστά, ενώ οι νέοι χάρτες δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, η οποία αλλάζει το εύρος των ειδών.

Είναι γεγονός ο πλανήτης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σοβαρή κρίση της βιοποικιλότητας, με πολλούς πληθυσμούς άγριων ζώων -από έντομα έως λιοντάρια- να βρίσκονται στο φάσμα της εξαφάνισης, κυρίως λόγω της καταστροφής των οικοτόπων για καλλιέργεια και οικοδόμηση.

Μάλιστα, μερικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι έχει ήδη ξεκινήσει μια έκτη μαζική εξαφάνιση της ζωής στη Γη, με σοβαρές συνέπειες για τα τρόφιμα, το καθαρό νερό και τον αέρα, από τα οποία εξαρτάται η ανθρωπότητα.

«Σε πολλούς από τους βιότοπους που θεωρούμε άθικτους λείπουν είδη που έχουν κυνηγηθεί (και μάλιστα λαθραία) από ανθρώπους ή έχουν χαθεί εξαιτίας ξενικών ειδών ή ασθενειών» δήλωσε στον «Guardian» ο δρ Andrew Plumptre, επικεφαλής της μελέτης, από το Key Biodiversity Areas Secretariat του Cambridge. «Είναι αρκετά τρομακτικό, γιατί δείχνει πόσο λίγα είναι τα μοναδικά μέρη, τα οποία έχουν πραγματικά λειτουργικά και πλήρως ανέπαφα οικοσυστήματα» τονίζει χαρακτηριστικά.

«Βρισκόμαστε στη δεκαετία που ο ΟΗΕ έχει θέσει ως στόχο την αποκατάσταση του οικοσυστήματος και επικεντρώνεται στους υποβαθμισμένους βιότοπους. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά την αποκατάσταση των ειδών, ώστε να μπορούμε να αναπλάσουμε και να αναδημιουργήσουμε περιοχές με οικολογικά ανέπαφα οικοσυστήματα» σημείωσε ο δρ Plumptre.

Η έρευνα χρησιμοποίησε χάρτες με βάση τον Κόκκινο Κατάλογο του IUCN (International Union for Conservation of Nature). Τα περισσότερα από τα δεδομένα αφορούσαν θηλαστικά, αλλά περιελάμβαναν επίσης ορισμένα πουλιά, ψάρια, φυτά, ερπετά και αμφίβια. Πολλές από τις ανέπαφες περιοχές που εντοπίστηκαν ήταν σε περιοχές που διαχειρίζονται αυτόχθονες κοινότητες. Η ανάλυση δεν περιελάμβανε την Ανταρκτική.