Ουσιαστικός διάλογος ή θεσμικό άλλοθι; Θα ακουστεί η φωνή των πολιτών στη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης;

Του ΜΙΧΑΛΗ Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ *

Στην αρχική της γενική κατεύθυνση, η οραματική Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης, που αποτέλεσε πρωτοβουλία του Εμμανουέλ Μακρόν και συνεπικουρήθηκε, ίσως όχι και με μεγάλη προθυμία από τη Γερμανία, στόχευε σε δύο κεντρικά σημεία:
1. Στην ενδυνάμωση των ευρωπαϊκών θεσμών και κυρίως των εκλεγμένων, που αυτή τη στιγμή τελούν υπό τη σκιά δαιδαλωδών γραφειοκρατικών μηχανισμών και άτυπων οργάνων αποτελουμένων από “τεχνοκράτες” και συχνά μη αιρετούς (άρα και με πολύ μειωμένη λογοδοσία) και
2. Στον ευρύτατο διάλογο με τους πολίτες, προκειμένου, αυτή τη φορά, οι όποιες προτάσεις για αλλαγές και βελτιώσεις στον τομέα της διακυβέρνησης της Ε.Ε. θα προέκρινε η διαβούλευση, να προέρχονται από τη βάση και να απευθύνονται στην κορυφή και όχι το ακριβώς αντίθετο, όπως συμβαίνει ως τώρα.

Η πανδημία ωστόσο, ανέβαλε για περίπου ένα χρόνο την έναρξη της Διάσκεψης και με την Ευρώπη να μην έχει πάρει, εν τω μεταξύ, ακριβώς και άριστα στο θέμα της διαχείρισης αυτής της υγειονομικής, αλλά και οικονομικής κρίσης, ίσως και οι στοχεύσεις της να μην είναι πια απολύτως ίδιες με τις αρχικές.

Εάν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, η Ε.Ε. θα απωλέσει μια σπάνια και σπουδαία ευκαιρία να αλλάξει προς την κατεύθυνση της συνοχής και της διεύρυνσης και, το σημαντικότερο ίσως, να αποκτήσει ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο απέναντι στους πολίτες της, λύνοντας πραγματικά τους προβλήματα και ικανοποιώντας βιωματικές, καθημερινές προσδοκίες και ανάγκες τους.

Η “Ευρωπαϊκή Κίνηση”, ένας ευρωπαϊκός θεσμός με ιστορία πρακτικώς 73 ετών καθώς προέκυψε ως ιδέα από τον Γουίνστον Τσώρτσιλ, το 1948 στη Χάγη και με τμήματα σε 41 ευρωπαϊκές χώρες, έχει αταλάντευτη στόχευση προς την ολοκλήρωση της Ένωσης και την καλυτέρευση της διακυβέρνησής της, έχει εγκαίρως και με σαφήνεια τοποθετηθεί πάνω σ’ αυτό το απευκταίο ενδεχόμενο: η Διάσκεψη έπρεπε έτσι κι αλλιώς να επιτύχει απόλυτα. Αλλά υπό το βάρος των διεθνών εξελίξεων του τελευταίου χρόνου, η ανάγκη αυτή έγινε κάτι περισσότερο από επιτακτική.

Η Διάσκεψη αποκτά κορυφαία χρησιμότητα σε μια εποχή κατά την οποία η Ευρώπη ελέγχεται, από πολλές πλευρές για τους χειρισμούς της στην αντιμετώπιση της Covid19 (κυρίως στο θέμα της διαχείρισης των εμβολίων), για τον πρωτοφανή για τον δυτικό κόσμο περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και για την έξαρση των κατασταλτικών πρακτικών με αφορμή τα lockdowns, για τη στάση της στο μεταναστευτικό αλλά και την τουρκική προκλητικότητα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και για την απροθυμία της να χρησιμοποιήσει το Ταμείο Ανάπτυξης όχι με όρους New Deal, όπως ο Μπάϊντεν, αλλά και πάλι με όρους “δανειακής διευκόλυνσης” σε πλαίσιο λογικών δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Κι όλα αυτά με το Brexit ολοκληρωμένο πλέον και μέσα σ’ ένα διεθνές σκηνικό που χαρακτηρίζεται από έντονες αντιπαλότητες, διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, καινοφανείς συμμαχίες και εξαιρετικά εύθραυστες ισορροπίες. Με άλλα λόγια, μέσα σ’ ένα περιβάλλον που περισσότερο από ποτέ απαιτεί από την Ε.Ε. να εκμεταλλευτεί το οικονομικό, πληθυσμιακό και γεωπολιτικό εκτόπισμα που έχει ως ομόσπονδο σύνολο χωρών και όχι αποσπασματικά, μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες.

Η Πράσινη Ανάπτυξη, η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, που σχεδόν μονοπωλούν προγραμματικά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης, συνιστούν μεγαλεπήβολες και σίγουρα μεγάλης σημασίας επιδιώξεις. Είναι ωστόσο σαφές ότι η μετά-Covid εποχή θα πρέπει να περιλαμβάνει και γεναία μέτρα στήριξης της μεσαίας τάξης και της μικρής επιχειρηματικότητας, καθώς και μέτρα προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης των ανισοτήτων που προκάλεσε το πάγωμα της οικονομίας μεταξύ βιομηχανικών χωρών και χωρών με βαριά βιομηχανία τον τουρισμό, όπως αυτές του Νότου.

Η αναγκαιότητα αυτή είναι απολύτως απαραίτητο να επικοινωνηθεί από τη βάση προς την κορυφή με τρόπο επαρκώς έντονο ώστε να διαπεράσει τα αλλεπάλληλα στρώματα γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και η Διάσκεψη συνιστά το πλέον πρόσφορο εργαλείο για κάτι τέτοιο.

Γι’ αυτό και η Ευρωπαϊκή Κίνηση ήδη από την ημέρα έναρξης της Διάσκεψης, στις 9 Μαΐου έχει επισημάνει τα εξής:
1. Η Διάσκεψη δεν πρέπει να μετατραπεί σε προηγούμενο στάδιο «Σύμβασης», όπου η αντιπροσώπευση περιορίζεται μόνο στις κυβερνήσεις των Κρατών Μελών και τα Ευρωπαϊκά Όργανα. Επίσης, η Διάσκεψη πρέπει να εξερευνήσει όλες τις επιλογές, συμπεριλαμβανομένων προτάσεων για τροποποιήσεις των Συνθηκών.

-2. Πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια προκειμένου να διευκολυνθεί ένας διαφανής και ανοιχτός διάλογος, διασφαλίζοντας ότι η κοινή γνώμη είναι ενημερωμένη σχετικά με τη Διάσκεψη και τα υπό συζήτηση θέματά της.

Προκειμένου η Διάσκεψη να στεφθεί με επιτυχία, η Ευρωπαϊκή Κίνηση προτείνει:

  • Η Διάσκεψη να συμπεριλάβει τους πολίτες με ουσιαστικό τρόπο, παρέχοντάς τους τα μέσα και την ευκαιρία να ακουστεί η φωνή τους.
  • Να διασφαλίσει την αληθινή συμμετοχή της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών και των αντιπροσωπευτικών οργάνων της όπως του Ευρωπαϊκού Κινήματος Διεθνούς, των Κοινωνικών Εταίρων, των τοπικών και περιφερειακών αρχών και των νέων ανθρώπων, συμπεριλαμβάνοντάς τους όλους ως ισότιμα μέρη και ως τη σταθερή φωνή και αντιπροσώπευση των πολιτών.
  • Να στοχεύσει στην ενδυνάμωση του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
  • Να στοχεύσει στην ενίσχυση της Ευρωπαϊκής δημοκρατίας και να χαράξει τον δρόμο για μια ευρεία αναμόρφωση του εκλογικού νόμου, ιδίως με το να καταστήσει την εφαρμογή της διαδικασίας “Spitzenkandidaten” περισσότερο ανοιχτή και όχι περιορισμένη μόνο στις ηγεσίες των κομμάτων, και καταρτίζοντας εγκαίρως διακρατικές λίστες για τις Ευρωεκλογές το 2024.
  • Η παρακολούθηση της Διάσκεψης πρέπει να συνδέεται με διαφάνεια με τη συμβολή των πολιτών, των οργανισμών της κοινωνίας των πολιτών, των Κοινωνικών Εταίρων και των τοπικών και περιφερειακών αρχών. Οι προτάσεις που θα προκύψουν πρέπει να εξεταστούν και να λάβουν αρμόζουσα και αιτιολογημένη απάντηση από όλα τα όργανα αμέσως μετά τη Διάσκεψη.
  • Τα Ευρωπαϊκά Όργανα πρέπει να παραμείνουν ανοιχτά σε προτάσεις που θα προκύψουν από τη Διάσκεψη για τροποποιήσεις των Συνθηκών, ιδίως αναφορικά με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Ε.Ε. και την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων εντός της.
  • Η Διάσκεψη πρέπει να έχει ευρύ πεδίο και να εξετάσει τις υφιστάμενες όσο και τις επερχόμενες προκλήσεις, όπως την τρέχουσα υγειονομική κρίση, την ανάκαμψη της Ευρώπης από την πανδημία, τις αυξανόμενες ανισότητες και την κλιματική κρίση.

Όπως κάνει εδώ και οκτώ δεκαετίες, η “Ευρωπαϊκή Κίνηση” θα παρακολουθήσει στενά τις διαδικασίες αυτής της πολύ σημαντικής ανοιχτής διαβούλευσης και με κάθε δυνατό μέσον θα συνεισφέρει γόνιμα και ουσιαστικά σ’ αυτόν τον διάλογο με προτάσεις, σχόλια και θέσεις.

* Ο Μιχάλης Αγγελόπουλος είναι Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κίνησης Ελλάδας και Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης –ΙΤΑ (ΚΕΔΕ)