Η πανδημία COVID-19 κινητοποίησε τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς χρηματοοικονομικής υποστήριξης των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπισή της και τον περιορισμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεών της, αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών Εξελίξεων της διευθύνσεως οικονομικών μελετών της Alpha Bank και τονίζει πως η διαθέσιμη χρηματοδότηση στα κράτη-μέλη εξειδικεύεται στα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, τα οποία περιλαμβάνουν τις μεταρρυθμίσεις και την επενδυτική ατζέντα κάθε χώρας μέχρι το 2026, με βάση έξι περιοχές πολιτικής που θέτει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Από τις περιοχές αυτές, εξέχοντα ρόλο έχει η Πράσινη Μετάβαση, στην οποία θα διοχετευθεί το 37% των διαθέσιμων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη στήριξη δράσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής αειφορίας και βιωσιμότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος της ενέργειας και οι σχετιζόμενες με αυτόν δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή είναι μείζονος σημασίας.
Για τον λόγο αυτό, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) έχει ως έναν από τους τέσσερις βασικούς του Πυλώνες την Πράσινη Μετάβαση, προς την οποία θα διοχετευθούν συνολικά Ευρώ 6.026 εκατ. από τον Προϋπολογισμό του Ταμείου Ανάκαμψης, ήτοι το 1/3 των συνολικών πόρων με τη μορφή επιδοτήσεων.
Οι επενδυτικές δράσεις και οι μεταρρυθμίσεις του Πρώτου Πυλώνα κατευθύνονται προς την ηλεκτρική ενέργεια, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), το περιβάλλον, τις υποδομές και τον σχεδιασμό τους.
Οι δράσεις οι οποίες αφορούν στην ηλεκτρική ενέργεια και τις ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα απορροφήσουν το 53% του Πρώτου Πυλώνα του Προϋπολογισμού του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ το υπόλοιπο 43% θα κατευθυνθεί προς τις υποδομές, τον σχεδιασμό και τον εξοπλισμό περιβαλλοντικών έργων (Γράφημα 1).
Οι βασικοί επιμέρους στόχοι του πυλώνα της Πράσινης Μετάβασης του Ελλάδα 2.0. είναι:
α) η ενίσχυση των ΑΠΕ,
β) η εύρεση νέων μεθόδων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας,
γ) η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας,
δ) η ευρεία προώθηση των ηλεκτροκίνητων μεταφορών και
ε) η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, η οποία ορίζεται ως η κατάσταση κατά την οποία ένα νοικοκυριό δεν δύναται να θερμάνει επαρκώς την οικία του σε λογικό κόστος βάσει του εισοδήματός του.
Η Ελλάδα μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην επίτευξη των στόχων
Τα μέτρα και οι δράσεις που εξειδικεύονται μέσα από την Πράσινη Μετάβαση ευθυγραμμίζονται με τους στόχους που είχαν τεθεί από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (National Energy and Climate Plan) και την περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ως εκ τούτου, ο ενεργειακός τομέας στην Ελλάδα αλλά και οι περιβαλλοντικές δράσεις που συνεπικουρούν στην αντιμετώπιση του φλέγοντος ζητήματος της κλιματικής αλλαγής τίθενται στο επίκεντρο του πολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος.
Άλλωστε η πανδημία οδήγησε σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κυρίως λόγω των περιορισμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων και περιορισμών στις μεταφορές και της επακόλουθης μείωσης των αναγκών σε ορυκτά καύσιμα.
Η αποανθρακοποίηση του ενεργειακού τομέα και η πορεία προς μια Ευρώπη μηδενικών εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου έως το 2050 είναι ένας μακροχρόνιος στόχος που έχει τεθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με ενδιάμεσο στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030 σε σχέση με το 1990.
Η Ελλάδα μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην επίτευξη των στόχων αυτών μέσα από στοχευμένες δράσεις των προγραμμάτων της και των επενδυτικών της επιλογών, οι οποίες θα κατευθύνονται σε ενεργειακά και περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές.
Διάρθρωση Παραγωγής, Εκπομπές Αερίων Θερμοκηπίου και Ενεργειακές Ανάγκες της Χώρας
Η πρωτογενής παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα περιλαμβάνει κυρίως τον λιγνίτη και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), σε ποσοστό περίπου 48% αμφότερα.
Στις ΑΠΕ συγκαταλέγονται ποικίλες μορφές ενέργειας, όπως η υδροηλεκτρική, γεωθερμική, αιολική και ηλιακή θερμική, τα φωτοβολταϊκά και οι αντλίες θερμότητας, οι οποίες όλες μαζί συνιστούν το 31% της πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας, αλλά και τα πρωτεύοντα στερεά και υγρά βιοκαύσιμα και βιοαέρια, τα οποία αποτελούν το 17%.
Επιπρόσθετα, ένα πολύ μικρό μέρος της πρωτογενούς παραγωγής ενεργειακών καυσίμων περιλαμβάνει και άλλα ορυκτά καύσιμα, όπως αργό πετρέλαιο και φυσικό αέριο (International Energy Agency, 2019).
Η χρήση λιγνίτη έχει μειωθεί σημαντικά από το 2010 έως το 2019, κατά σχεδόν 60%, φθάνοντας στα 3,09 εκατ. τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου (ΤΙΠ) (Γράφημα 2).
Αντίθετα, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ έχει αυξηθεί κατά 51% σωρευτικά κατά την ίδια περίοδο, φθάνοντας στα 3,06 εκατ. ΤΙΠ, υποδηλώνοντας τη βασική στροφή προς τις ΑΠΕ που έχει σημειωθεί στη χώρα κατά την τελευταία δεκαετία.
Οι ανάγκες της χώρας σε ενέργεια δεν καλύπτονται από την πρωτογενή παραγωγή ορυκτών καυσίμων και ΑΠΕ, και ως εκ τούτου, η κάλυψή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές καυσίμων όπως φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Έτσι, η σημαντική υστέρηση σε αποθέματα ενέργειας έχει οδηγήσει σε αυξημένες εισαγωγές καυσίμων κατά την τελευταία δεκαετία.
Συγκεκριμένα, το 2019 σε σχέση με το 2010, οι εισαγωγές φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 38% σωρευτικά, ενώ οι αντίστοιχες των πετρελαιοειδών, εκ των οποίων το 70% αφορά το αργό πετρέλαιο, κατά 21%.
Σημαντική άνοδο όμως έχουν καταγράψει και οι εξαγωγές καυσίμων από την Ελλάδα – που περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο προϊόντα διυλισμένου πετρελαίου – οι οποίες σωρευτικά κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 90%.
Η χρήση λιγνίτη μειώθηκε κατά 60%
Ως προς την ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αυτή μειώθηκε κατά 7% σωρευτικά στην περίοδο 2010-2019 και ισοδυναμεί συνολικά με 45,5 TWh (σημ.: 1 TWh=1 τεραβατώρα=1.000 γιγαβατώρες).
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιούνται ΑΠΕ και ορυκτά καύσιμα που είτε παράγονται πρωτογενώς στην Ελλάδα είτε εισάγονται από άλλες χώρες.
Ως εκ τούτου, για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται ένα μίγμα ενεργειακών καυσίμων, τα οποία περιλαμβάνουν τον λιγνίτη, το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου και τις ΑΠΕ.
Το μίγμα αυτό έχει μεταβληθεί σημαντικά στην Ελλάδα σε σχέση με μία δεκαετία πριν.
Συγκεκριμένα, το 2010, ο λιγνίτης παρήγαγε πάνω από το ήμισυ (53%) της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι ΑΠΕ μόλις το 18% και το φυσικό αέριο το 17%.
Η χρήση λιγνίτη ωστόσο μειώθηκε κατά 60% από το 2010 μέχρι το 2019 και πλέον παράγει μόλις το 27% της ηλεκτρικής ενέργειας.
Επίσης, το 25% παράγεται από φυσικό αέριο, το 12% από πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου και το μεγαλύτερο μέρος, δηλαδή το υπόλοιπο 36%, από ΑΠΕ (Γράφημα 3α).
Οι ΑΠΕ έχουν τη μορφή υδροηλεκτρικής, αιολικής, ηλιακής ενέργειας και βιοαερίων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και έχουν σημειώσει σωρευτική αύξηση της τάξης του 52% μέσα στη δεκαετία 2010-2019.
Η υδροηλεκτρική ενέργεια είναι η μόνη μορφή ΑΠΕ που έχασε μέρος του μεριδίου της στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, φθάνοντας στις 4,1 TWh το 2019 (από 7,5 TWh το 2010), αποτελώντας το 9% του συνόλου (από 13% το 2010).
Η χρήση αιολικής ενέργειας εκτοξεύθηκε κατά την ίδια δεκαετία, αυξανόμενη κατά 168% από το 2010 στο 2019, φθάνοντας στις 7,3 TWh ή στο 16% του συνόλου (από 5% το 2010).
Η ηλιακή/φωτοβολταϊκή ενέργεια έχει αυξηθεί κατακόρυφα, αποτελώντας πλέον το 10% του συνόλου, φθάνοντας στις 4,4 TWh το 2019, όταν η χρήση της στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το 2010 βρισκόταν μόλις στο 0,3% (Γράφημα 3β).
Τέλος, τα βιοκαύσιμα και συγκεκριμένα τα βιοαέρια αποτελούν σχεδόν το 1% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2019 (από 0,3% το 2010).
Η αύξηση των ΑΠΕ έχει συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών αερίων
Η αύξηση των ΑΠΕ έχει συμβάλλει σημαντικά και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα, οι οποίες μειώθηκαν κατά 7% το 2019 σε σχέση με το 2018 (στους 82,2 τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα), κατά 29% από το 2010 έως το 2019 και κατά 19% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Η μείωση αυτή αντικατοπτρίζει τις μεταβολές στο ενεργειακό μίγμα κατά την τελευταία δεκαετία και την προσπάθεια αποανθρακοποίησης, κυρίως μέσα από τη σταθερά ανοδική χρήση των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού.
Ωστόσο, ο περιορισμός της παραγωγικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και η πτώση στα συνολικά επίπεδα παραγωγής ενέργειας έπαιξαν επίσης ρόλο στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία.
Τα αέρια του θερμοκηπίου συνδέονται άρρηκτα με την κλιματική αλλαγή, η οποία αποτελεί μείζον περιβαλλοντικό πρόβλημα.
Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εκ των οποίων πάνω από το 80% αποτελείται από διοξείδιο του άνθρακα και το υπόλοιπο 20% από άλλα αέρια, όπως το μεθάνιο, προέρχονται ως επί το πλείστον από δραστηριότητες που συνδέονται με τον ενεργειακό τομέα.
Στην Ελλάδα, παρόλο που οι σχετιζόμενες με την ενέργεια δραστηριότητες μείωσαν κατά 28% τις εκπομπές τους από το 2010 στο 2019, ο τομέας εξακολουθεί να παράγει το μεγαλύτερο μέρος των αερίων του θερμοκηπίου, το οποίο φθάνει στο 75% του συνόλου (στα 67,3 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα).
Οι υπόλοιπες πηγές προέλευσης αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα είναι η βιομηχανία, από όπου προέρχεται το 12% των συνολικών εκπομπών, η γεωργία, με μερίδιο 8% και η διαχείριση των αποβλήτων, με ποσοστό 4% (Γράφημα 4).
Η χρήση γης, η αλλαγή στη χρήση γης και η δασοκομία απορροφούν αντί να εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα και γι αυτό έχουν αρνητικές τιμές στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το 2019, οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 4% σε σχέση με ένα έτος πριν και κατά 28% σωρευτικά, συγκριτικά με τα επίπεδα του 1990.
Μολονότι η πανδημία περιόρισε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 6% παγκοσμίως το 2020, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ετήσια μείωση από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους τελευταίους μήνες του 2020 καταγράφηκε άνοδος των εκπομπών, καθώς σταδιακά επανήλθε η οικονομική δραστηριότητα (ΤτΕ, Έκθεση του Διοικητή 2020).
Στόχοι του Ταμείου Ανάκαμψης και Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα
Όπως προαναφέρθηκε, στον πρώτο Πυλώνα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δηλαδή στην Πράσινη Μετάβαση, θα κατευθυνθούν κεφάλαια ύψους με τη μορφή επιδοτήσεων Ευρώ 6.026 εκατ.
Ταυτόχρονα, αναμένεται να κινητοποιηθούν επιπλέον πόροι ύψους Ευρώ 4.368 εκατ. με τη στήριξη μεταξύ άλλων και του τραπεζικού συστήματος.
Έτσι οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που κινητοποιούνται στον Πρώτο Πυλώνα αναμένεται να φθάσουν τα Ευρώ 10.395 εκατ.
Ο Πυλώνας της Πράσινης Μετάβασης εξειδικεύεται σε 4 επιμέρους άξονες:
α) μετάβαση σε νέο ενεργειακό μοντέλο φιλικό στο περιβάλλον,
β) ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας,
γ) μετάβαση σε ένα πράσινο και βιώσιμο σύστημα μεταφορών και
δ) αειφόρο χρήση των πόρων, ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή και διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Από αυτούς τους άξονες, στους τρεις πρώτους οι οποίοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την ενέργεια και τις ΑΠΕ, θα κατευθυνθεί το 71% των συνολικών κεφαλαίων του συγκεκριμένου πυλώνα (20% στον πρώτο άξονα, 42% στο δεύτερο άξονα, 9% στον τρίτο άξονα) ενώ το υπόλοιπο 29% θα κατευθυνθεί προς τον τέταρτο άξονα, ο οποίος συνδέεται με περιβαλλοντικές δράσεις (Γράφημα 1).
Οι άξονες περιλαμβάνουν 34 επιμέρους δράσεις, οι οποίες αφορούν τόσο σε επενδύσεις (26 δράσεις) όσο και σε μεταρρυθμίσεις (6 δράσεις), με τις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις να μην απορροφούν κεφάλαια καθώς είναι διαρθρωτικές και κατά συνέπεια μηδενικού κόστους.
Οι στόχοι και οι δράσεις του Πυλώνα της Πράσινης Μετάβασης συνδέονται άρρηκτα με τους στόχους που έχουν τεθεί στο ελληνικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για το 2030, με τα κεφάλαια που απαιτούνται για την υλοποίησή του από ενωσιακές εθνικές και ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών εργαλείων, να φθάνουν στα Ευρώ 43,8 δισ. Το ΕΣΕΚ έχει θέσει τους ακόλουθους στόχους για το 2030:
• Μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 40% τουλάχιστον σε σχέση με το 1990.
• Μερίδιο των ΑΠΕ στην κατανάλωση ενέργειας της τάξης του 35% τουλάχιστον.
• Μερίδιο των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της τάξης του 61%.
• Μερίδιο ενέργειας από ΑΠΕ στον τομέα των μεταφορών της τάξης του 19%.
• Προώθηση της ηλεκτροκίνησης (μερίδιο ηλεκτρικών επιβατικών οχημάτων στις νέες ταξινομήσεις της τάξης του 30% – τρέχον μερίδιο: 0,33%).
• Η τελική κατανάλωση ενέργειας να είναι χαμηλότερη το 2030 από εκείνη το 2017.
• Πλήρης κατάργηση της χρήσης του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2028.
• Συνδεσιμότητα ηλεκτρικής ενέργειας κατά 21% (δίκτυα για νησιά και απομακρυσμένες περιοχές).
• Βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην κατανάλωση ενέργειας κατά 38%, με έμφαση στα κτίρια και τις μεταφορές.
• Ενίσχυση ενεργειακής ασφάλειας ώστε να κατοχυρωθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού – π.χ. εξάλειψη ενεργειακής απομόνωσης νησιών μέσω της διασύνδεσής τους με την ηπειρωτική χώρα, δημιουργία αυτόνομων, καινοτόμων και υβριδικών συστημάτων παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, συνδυασμένη παραγωγή ενέργειας από 2 ή περισσότερες ΑΠΕ- και η περαιτέρω ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής, με στόχο ο δείκτης ενεργειακής εξάρτησης να φθάσει στο 70% (από 78%).
• Νέο μοντέλο λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
• Ανάπτυξη στρατηγικών έργων για την αποθήκευση ενέργειας.
• Ψηφιοποίηση και ανάπτυξη έξυπνων δικτύων ενέργειας.
• Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, καθώς και της έρευνας και της καινοτομίας για την ανάπτυξη τεχνολογιών που αφορούν στην ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, τις τεχνολογίες ΑΠΕ, τα ενεργειακά δίκτυα, την ψηφιοποίηση και την ανάπτυξη έξυπνων δικτύων.
• Μείωση της ενεργειακής φτώχειας (2019: 16,7% του πληθυσμού, 2014: 32,9% του πληθυσμού).
Επομένως, ο Πυλώνας της Πράσινης Μετάβασης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αντανακλά τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα και ενσωματώνει τις συστάσεις που συμπεριλήφθηκαν στην αξιολόγηση του ΕΣΕΚ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2020 σχετικά με τη χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Οι στόχοι του ΕΣΕΚ συνδέονται άμεσα με τους στόχους που έχουν τεθεί από τους άξονες της Πράσινης Μετάβασης.
Στον πρώτο άξονα δίνεται έμφαση στην ενίσχυση της ηλεκτρικής συνδεσιμότητας με τα νησιά πέραν του περιορισμένου 9,3% στο οποίο βρίσκεται προς το παρόν, και στην επέκταση της διασύνδεσης των Κυκλάδων, με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Στους στόχους αυτού του άξονα άλλωστε είναι η πλήρης κατάργηση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2028 και η σταδιακή κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Στον δεύτερο άξονα περιλαμβάνεται το πρόγραμμα «Εξοικονομώ», το οποίο θα συμβάλει στην επίτευξη έως και του 15% του σχετικού στόχου του ΕΣΕΚ για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών.
Στον τρίτο άξονα προωθείται η εγκατάσταση σημείων φόρτισης, προαπαιτούμενο για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ για την ηλεκτροκίνηση, η οποία θα συμβάλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα.
Τέλος, ο τέταρτος άξονας συνδέεται με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία, καθώς και την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης.
Στην κατεύθυνση της αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και της κατασκευής υβριδικών σταθμών παραγωγής ενέργειας, καθώς και της διασυνδεσιμότητας της ηλεκτρικής ενέργειας, έχει ήδη πραγματοποιηθεί μια σειρά επενδύσεων στη χώρα.
Το πρόγραμμα «πρασινίσματος» των μη διασυνδεδεμένων νησιών έχει δρομολογηθεί από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, σε συνεργασία με άλλα υπουργεία, φορείς και ιδιωτικές εταιρείες και περιλαμβάνει την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα μέσω της εγκατάστασης υβριδικού συστήματος παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ (μονάδες ηλιακής και αιολικής ενέργειας σε συνδυασμό με μπαταρίες για την αποθήκευση αποθέματος) και την ηλεκτροκίνηση όλων των οχημάτων.
Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, η Αστυπάλαια έγινε πρόσφατα το πρώτο ενεργειακά «έξυπνο και πράσινο» νησί της Μεσογείου, ενώ θα ακολουθήσει η Χάλκη, με τη σχετική συμφωνία να αναμένεται να υπογραφεί εντός του Ιουνίου.
Παράλληλα, πρόσφατα ολοκληρώθηκε η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με την Πελοπόννησο η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη σε μήκος διασύνδεση του είδους της (174 χλμ.).
Όταν ολοκληρωθεί το 2023, θα καλύπτει το 1/3 της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια στην Κρήτη, επιτρέποντας τον τερματισμό λειτουργίας όλων των ρυπογόνων μονάδων παραγωγής της. Επίσης, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας πρόσφατα αδειοδότησε τη ΔΕΗ και άλλες 5 εταιρείες παραγωγής ενέργειας για την κατασκευή 16 μονάδων αποθήκευσης ενέργειας σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Άλλες επενδύσεις που έχουν ήδη υλοποιηθεί αφορούν στην κατασκευή υβριδικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στην Ικαρία από τη ΔΕΗ και στην Κάρπαθο από τη γερμανική εταιρεία Accusol.