Eκατομμύρια θανάτους από υπερβολική θερμότητα θα μπορούσαν να προκαλέσουν πριν από το τέλος του αιώνα οι εκπομπές από την καύση πετρελαίου και φυσικού αερίου που παράγονται από τις κορυφαίες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο, σύμφωνα με νέα ανάλυση.
Η μελέτη της Global Witness διαπίστωσε ότι οι συνδυασμένες εκπομπές από ορυκτά καύσιμα που παράγονται από τη Shell, την BP, την TotalEnergies, την ExxonMobil και τη Chevron έως το 2050 θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιπλέον 11,5 εκατομμύρια θανάτους εξαιτίας της θερμότητα έως το 2100.
Τα ευρήματα αντιπροσωπεύουν την πρώτη προσπάθεια ποσοτικοποίησης των θανάτων λόγω θερμότητας που προκύπτουν από την προγραμματισμένη παραγωγή πετρελαίου και προστίθενται στις εκκλήσεις για δραστική μείωση της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα «Guardian».
Η ανώτερη ερευνήτρια στο Global Witness Σάρα Μπίρμαν Μπέκερ ανέφερε χαρακτηριστικά: «Κάθε 0,1 βαθμός Κελσίου υπερθέρμανσης θα είναι θανατηφόρος. Αν δεν αλλάξουν γρήγορα πορεία τα υπερμεγέθη, ο αριθμός των νεκρών θα είναι συγκρίσιμος με μερικούς από τους πιο βάναυσους πολέμους της Ιστορίας… Οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέμβουν, να μετριάσουν τις επιπτώσεις της ακραίας ζέστης και να επιταχύνουν επειγόντως τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα».
Η έκθεση χρησιμοποίησε το μοντέλο κόστους θνησιμότητας του άνθρακα που διαμορφώθηκε από ακαδημαϊκούς στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και χρησιμοποιήθηκε -μεταξύ άλλων- από την Oxfam. Υπολογίζει ότι σε ένα σενάριο υψηλών εκπομπών -το οποίο προβλέπεται να συμβεί στο κλίμα εάν δεν ληφθούν περαιτέρω συντονισμένα μέτρα για τη γρήγορη μείωση της θέρμανσης- θα υπάρχουν 226 θάνατοι λόγω θερμότητας παγκοσμίως για κάθε εκατομμύριο τόνους άνθρακα που απελευθερώνεται.
Στη συνέχεια χρησιμοποίησε δεδομένα από κορυφαίους αναλυτές για να υπολογίσει τις προβλεπόμενες εκπομπές από τα ορυκτά καύσιμα που παράγονται από τις εταιρείες πετρελαίου. Υπολογίστηκε ότι μαζί θα προσθέσουν 51 δισεκατομμύρια τόνους εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα μέχρι το 2050. Με βάση το σενάριο υψηλών εκπομπών που θα οδηγούσαν σε επιπλέον 11,5 εκατομμύρια θανάτους εξαιτίας θερμότητας μέχρι το τέλος του αιώνα.
Η ανάλυση διαπίστωσε ότι εάν ο κόσμος διαχειριζόταν ένα σενάριο χαμηλότερων εκπομπών, φτάνοντας το καθαρό μηδέν παγκοσμίως έως το 2050, οι θάνατοι που σχετίζονται με την παραγωγή των εταιρειών θα έφταναν σε περίπου 5,5 εκατομμύρια.
Οι έντονοι και θανατηφόροι καύσωνες έχουν πλήξει σχεδόν κάθε ήπειρο τα τελευταία χρόνια, πυροδοτώντας πυρκαγιές και προκαλώντας εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους πάνω από αυτούς που θα καταγράφονταν κανονικά. Στην Ευρώπη, ο καύσωνας σκότωσε περισσότερους από 60.000 ανθρώπους το 2022 και οι θάνατοι που σχετίζονται με τη ζέστη αυξήθηκαν κατά 95% στις ΗΠΑ μεταξύ 2010 και 2022.
Η ζέστη συχνά πλήττει περισσότερο τα φτωχότερα και πιο ευάλωτα μέλη κάθε κοινωνίας, με αποτέλεσμα άστεγοι, όσοι εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους και ηλικιωμένοι να κινδυνεύουν περισσότερο.
Ο περιβαλλοντολόγος στο Ευρωμεσογειακό Κέντρο για την Κλιματική Αλλαγή Σούρο Ντασγκούπτα προειδοποίησε ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για την προστασία των πιο ευάλωτων. «Βλέπουμε ήδη τις επιπτώσεις του θερμικού στρες στους εργαζομένους σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στους ανθρώπους σε υπαίθριες ή βαριές βιομηχανίες όπως η γεωργία και οι κατασκευές… Αυτό πιθανότατα θα γίνει πολύ χειρότερο καθώς ο πλανήτης συνεχίζει να θερμαίνεται. Χρειαζόμαστε πολιτικές προστασίας της εργασίας που να είναι προσαρμοσμένες στις τοπικές ανάγκες και όχι μια προσέγγιση που ταιριάζει σε όλους. Αυτό δεν είναι απλώς ένα ηθικό ερώτημα, είναι επίσης προς το οικονομικό συμφέρον των εργοδοτών να παρέχουν επαρκή προστασία στους εργαζομένους τους».
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι οι θάνατοι λόγω θερμότητας θα είναι μόνο ένα αποτέλεσμα της αποτυχίας της ταχείας μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα παράλληλα με άλλες καταστροφές όπως οι ελλείψεις τροφίμων, οι πλημμύρες και οι πολιτικές και οικονομικές αναταραχές. Ωστόσο, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου συνεχίζουν να επενδύουν δισεκατομμύρια σε νέα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η BP και η Shell δήλωσαν ότι σημείωσαν πρόοδο στη μείωση των εκπομπών από τις δραστηριότητές τους, ενώ η Shell αμφισβήτησε κάποια από τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στην ανάλυση. Ωστόσο, εκπρόσωπός της σημείωσε: «Ο ρυθμός της μετάβασης εξαρτάται από τη δράση σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνητικής πολιτικής, της αλλαγής της ζήτησης των πελατών και των επενδύσεων σε ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Στόχος μας είναι να παίξουμε τον ρόλο μας σε μια ισορροπημένη ενεργειακή μετάβαση, όπου ο κόσμος επιτυγχάνει καθαρές μηδενικές εκπομπές χωρίς συμβιβασμούς στην παροχή ασφαλούς και οικονομικά προσιτής ενέργειας, η οποία έχει βελτιώσει τόσες πολλές ζωές και την οποία οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να χρειάζονται σήμερα και για πολλά χρόνια ακόμα».
Πηγή: in.gr