Παγκόσμιο Ναυτιλιακό Φόρουμ: H πράσινη μετάβαση θα μπορούσε να διπλασιάσει τις θέσεις απασχόλησης έως το 2050

Τις σημαντικές ευκαιρίες που παρουσιάζει σε θέσεις απασχόλησης η απεξάρτηση της ναυτιλίας από τον άνθρακα, επισημαίνει ανάλυση του Παγκόσμιου Ναυτιλιακού Φόρουμ, διεθνούς μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έδρα την Κοπεγχάγη.

Το Παγκόσμιο Ναυτιλιακό Φόρουμ, που ιδρύθηκε το 2017, χρηματοδοτείται μέσω ενός συνδυασμού επιχορηγήσεων και συνεισφορών εταίρων, αλλά λειτουργεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή και δεν υποστηρίζει μεμονωμένες τεχνολογίες ή εταιρείες. Το μεγαλύτερο μέρος του περίπου 45μελούς προσωπικού του εδρεύει στα κεντρικά γραφεία του οργανισμού στη Δανία. Η νέα ανάλυση, του GMF, που διενεργήθηκε κατά παραγγελία της βρετανικής συμβουλευτικής υπηρεσίας και σχεδιασμού Arup, προβλέπει ότι η μετάβαση του ναυτιλιακού τομέα στα ηλεκτρονικά καύσιμα θα μπορούσε να υποστηρίξει έως και τέσσερα εκατομμύρια νέες πράσινες θέσεις εργασίας έως το 2050, διπλάσιες από τον αριθμό των ναυτικών που υπηρετούν σήμερα παγκοσμίως. Παράλληλα επισημαίνει ότι οι νέες θέσεις εργασίας θα παρατηρηθούν στους τομείς παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, κυρίως στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου και αμμωνίας αλλά και στην παραγωγή άλλων ηλεκτρονικών καυσίμων.

Όπως τονίζεται, η πλειονότητα των θέσεων εργασίας θα προέλθουν κυρίως από τις επενδύσεις στην κατασκευή μονάδων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που θα δημιουργηθούν κυρίως στη δεκαετία του 2030, όταν η ένταση των επενδύσεων θα είναι υψηλότερη. Αυτές περιλαμβάνουν απασχόληση σε τομείς όπως την κατασκευή και την εγκατάσταση, την λειτουργία και τη συντήρηση της υποδομής, προκειμένου να διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα. Ο Jesse Fahnestock, Διευθυντής του Παγκόσμιου Ναυτιλιακού Φόρουμ, δήλωσε ότι «η ανάλυση αυτή σηματοδοτεί ένα κρίσιμο πρώτο βήμα για τη διερεύνηση του θεμελιώδους ρόλου που θα διαδραματίσει η απαλλαγή της ναυτιλίας από τον άνθρακα στη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας στον τομέα της ενέργειας”. Πρόσθεσε ότι “πολλές από αυτές τις θέσεις εργασίας θα μπορούν επίσης να μεταφερθούν σε άλλους τομείς – υποστηρίζοντας την περαιτέρω απαλλαγή από τον άνθρακα πέραν της ναυτιλίας”.

Τι είναι τα ηλεκτρονικά καύσιμα

Σύμφωνα με τον γαλλικό νηογνώμονα Bureau Veritas τα ηλεκτρονικά καύσιμα, παράγονται με τη χρήση ανανεώσιμης ενέργειας (για παράδειγμα, ηλιακή ή αιολική) ή απαλλαγμένης από τον άνθρακα ηλεκτρικής ενέργειας. Το πράσινο υδρογόνο είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλων των τύπων ηλεκτρονικών καυσίμων καθώς λαμβάνεται μέσω της διαδικασίας της ηλεκτρόλυσης, που χρησιμοποιεί ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια ή ηλεκτρική ενέργεια χωρίς άνθρακα. Υπάρχουν πολλά είδη ηλεκτρονικών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων αερίων όπως το ηλεκτρονικό υδρογόνο, το ηλεκτρονικό μεθάνιο και η ηλεκτρονική αμμωνία ή υγρών όπως η ηλεκτρονική μεθανόλη ή το ηλεκτρονικό ντίζελ.

Αύξηση της ζήτησης

Η ζήτηση για ηλεκτρονικά καύσιμα αναμένεται να ανέλθει σε πάνω από 500 εκατ. τόνους έως το 2040 και σε 600 εκατομμύρια τόνους έως το 2050, απαιτώντας επιπλέον δυναμικότητας παραγωγής ενέργειας 2TW (σσ τεραβάτ) από ανανεώσιμες πηγές και 1TW δυναμικότητας παραγωγής υδρογόνου μέχρι το 2050. Παράλληλα θα πρέπει να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε υποδομές ύψους 3,2 τρισεκατομμυρίων λιρών. Η Διεθνής Ένωση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας Agency τονίζει ότι η πρόσβαση εργασίας στον συγκεκριμένο τομέα, πιθανό, δημιουργεί καλύτερες εργασιακές συνθήκες για τους εργαζόμενους καθώς οι θέσεις είναι υψηλότερης ειδίκευσης, καλύτερα αμειβόμενες, και υψηλότερης ποιότητας από εκείνες στους παραδοσιακούς τομείς των ορυκτών καυσίμων. Στην έρευνα αναφέρεται εξάλλου ότι η πλειονότητα των θέσεων εργασίας είναι πιθανό να κατανεμηθεί στον Παγκόσμιο Νότο, όπου οι συνθήκες είναι βέλτιστες για την παραγωγή πράσινων καυσίμων.Η ναυτιλιακή βιομηχανία είναι σήμερα υπεύθυνη για το 3% των παγκόσμιων εκπομπών CO2 που ισοδυναμεί με τις ετήσιες εκπομπές της Ιαπωνίας. Το 2023, τα κράτη μέλη του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) συμφώνησαν μια ημερομηνία λήξης της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων «μέχρι το 2050 ή γύρω από αυτό».Αυτή η ημερομηνία λήξης υποστηρίζεται από ενδεικτικά σημεία ελέγχου που ζητούν τη μείωση των εκπομπών κατά 20% (επιδίωξη 30%) έως το 2030 και 70% (επιδίωξη 80%) έως το 2040.