Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά
Ο ΟΗΕ έχει καθιερώσει τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος στις 5 Ιουνίου κι έτσι κάθε χρόνο υπάρχει μία ευκαιρία για την παγκόσμια ενημέρωση και ευαισθητοποίηση σχετικά με τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι που παρουσιάζονται δείχνουν πόσο επιβεβλημένη είναι η άμεση κινητοποίηση όλων των θεσμών και πολιτών για τη λήψη δραστικών μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος.
Οι αναρίθμητες καμένες εκτάσεις γης, οι mega πυρκαγιές, οι βιβλικές πλημμύρες που ακολούθησαν, η υπερθέρμανση του πλανήτη, η επιβαρυμμένη ατμόσφαιρα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι λίγα από τα ζητήματα που κλονίζουν τον πλανήτη και αποδεικνύουν σε πόσο δύσκολο θέση έχει βρεθεί. Η οικολογική καταστροφή που συντελείται γύρω μας επηρεάζει και θέτει σε άμεσο κίνδυνο την υγεία, την ποιότητα ζωής αλλά και κάθε κομμάτι της επαγγελματικής ή κοινωνικής μας ζωής. Τα σημάδια είναι δυσοίωνα κι όλα δείχνουν πως τα επόμενα χρόνια θα κληθούμε να ανταπεξέλθουμε σε ακόμη πιο δύσκολες συνθήκες.
Όσον αφορά τη χώρα μας, είναι αναγκαίο να τρέξουμε με ταχύτατους ρυθμούς για να καλύψουμε τα «κενά ασφαλείας» που χρονίζουν. Στην προσπάθεια αυτή, ιδιαίτερα αυξημένη δυσκολία παρουσιάζει ο συντονισμός των ενεργειών. Σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται από τα γραφειοκρατικά προβλήματα και αλληλοκάλυψη αρμοδιοτήτων, πρέπει να βρεθεί τρόπος να ευθυγραμμιστούν οι ενέργειες της Κυβέρνησης, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των θεσμών, των οργανισμών, των επιχειρήσεων και των πολιτών. Η πρόληψη, στην οποία δε διακρινόμασταν για πολλές δεκαετίες ως κράτος, θα χρειαστεί να εμπλουτιστεί με τη σχετική χρηματοδοτική πρόβλεψη. Η εξοικείωση με νέα τεχνολογικά εργαλεία και καινοτόμες μεθόδους θα πρέπει να γίνουν μέρος του τρόπου λειτουργίας μας. Σε πολλές περιπτώσεις, μέρος αυτών των επιλογών είναι και η υιοθέτηση επιτυχημένων case studies που ίσως ξεκινούν από άλλες χώρες.
Στο μέτωπο της περιβαλλοντικής πολιτικής και της σύνδεσής της με τις επιχειρήσεις, υπάρχουν δύο επιμέρους σημαντικά ζητήματα που αξίζει να αναφερθούν. Από τη μία, οι ελεγκτικοί φορείς και οι νομοθέτες οφείλουν να συγκεκριμενοποιήσουν τη δραστηριότητα και τις υποχρεώσεις των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών που δύνανται να περιορίσουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους με τη χρήση νέων τεχνολογιών και την υιοθέτηση αειφόρων και βιώσιμων πολιτικών. Οι επιχειρήσεις αυτές, με τη μεγάλη δυναμική και την έντονη δραστηριότητα, που μοιραία επηρεάζουν εκτεταμένα το περιβάλλον, πρέπει να ελέγχονται και να συμμορφώνονται με τους νόμους. Από την άλλη πλευρά, οι πολύ μικρές, οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις, των οποίων οι δυνατότητες συνήθως έχουν συγκεκριμένα όρια, θα πρέπει να δέχονται συμβουλευτική και έμπρακτη στήριξη για να συμμετάσχουν στην πράσινη μετάβαση. Συγκεκριμένα, η Πολιτεία πρέπει να επανεξετάσει ενδελεχώς τις οδηγίες, τα χρηματοδοτικά εργαλεία και τα μέσα που έχουν αυτές οι επιχειρήσεις στη διάθεσή τους για την οικολογική και βιώσιμη δραστηριοποίησή τους μέσω κρατικών φορέων, ευρωπαϊκών ταμείων, τραπεζικών χρηματοδοτήσεων κλπ. Σε κάθε περίπτωση, οι οδηγίες και η νομοθεσία, χωρίς την εξασφάλιση της απαιτούμενης καθοδήγησης και χρηματοδότησης, δεν αρκούν για να θεωρείς δεδομένη την οικολογική στρατηγικών των επιχειρήσεων. Όλα αυτά μάλιστα σε μία περίοδο υψηλών απαιτήσεων, πληθωριστικής κρίσης, αβεβαιότητας και αυξημένης φορολογίας.
Η πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων και η υιοθέτηση οικολογικών και αειφόρων επιλογών από όλους είναι μονόδρομος. Η κάθε δράση μετρά. Η οποιαδήποτε πρωτοβουλία, πρακτική ή συμβολική, δίνει μία κατεύθυνση. Αυτό όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως στα προβλήματα δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Δεν αρκούν οι εξαγγελίες και τα μηνύματα. Σκοπός είναι να συνοδεύονται από παροχή εργαλείων και κινήτρων για να μπορούν να μετουσιωθούν σε απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα.