Υπέρ της τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, την οποία χαρακτήρισε αποτελεσματικό εργαλείο για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, τάχθηκε η απερχόμενη καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στην πρώτη ημέρα της κρίσιμης συνόδου του ΟΗΕ για το κλίμα.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει ήδη αυτό το μοντέλο τιμολόγησης στον βιομηχανικό τομέα. Άλλοι, για παράδειγμα η Κίνα, το θεσπίζουν τώρα» επεσήμανε η κυρία Μέρκελ αναφερόμενη στη συγκεκριμένη πολιτική, δυνάμει της οποίας επιβάλλονται τέλη στην εκπομπή CO2 προκειμένου να δοθεί κίνητρο για επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια. Παράλληλα, κάλεσε να συζητηθεί το θέμα περαιτέρω και να ληφθούν αποφάσεις στην COP26.
«Όταν το CO2 τιμολογείται, οι ιδιώτες επενδυτές ξέρουν σε ποια κατεύθυνση να επενδύσουν» τόνισε η Γερμανίδα καγκελάριος, για την οποία είναι ανάγκη στον αγώνα εναντίον της κλιματικής αλλαγής να μη χρησιμοποιηθούν μόνο χρήματα φορολογουμένων αλλά και εργαλεία που έχουν οικονομική λογική.
Θα χρειαστούν μεγάλες επενδύσεις για να εκπληρωθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί. Η Άνγκελα Μέρκελ αναφέρθηκε στην εκτίμηση του πρώην γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Kι-μουν ότι θα απαιτηθεί χρηματοδότηση 800 δισ. δολαρίων σε ετήσια βάση.
Στην ομιλία της η κυρία Μέρκελ αναφέρθηκε σε νέα συνεργασία της Γερμανίας με τη Νότια Αφρική στο πλαίσιο της προσπάθειας να εγκαταλειφθεί η παραγωγή ηλεκτρισμού με την καύση άνθρακα, κάνοντας λόγο για σημαντικό πιλοτικό έργο για πολλές αφρικανικές χώρες, χωρίς ωστόσο να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Εξήρε επίσης τη συνεργασία με την Κολομβία, τη Νορβηγία και τη Βρετανία για την προστασία των δασών.
Η κυβέρνηση συνασπισμού της απερχόμενης καγκελαρίου έχει δεσμευτεί ότι τα εργοστάσια που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με την καύση άνθρακα θα έχουν όλα κλείσει έως το 2038. Ακόμη επαίνεσε το G20 διότι συμφώνησε να διακόψει τη χρηματοδότηση για την κατασκευή ή τη λειτουργία τέτοιων εργοστασίων σε άλλες χώρες στη σύνοδό της αμέσως πριν από την έναρξη της COP26.
Αντίθετα με τη Γερμανίδα καγκελάριο, η οποία είδε θετικά τη σύνοδο αυτή, ακτιβιστές και άλλοι ηγέτες εξέφρασαν απογοήτευση διότι τα 20 πιο ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη του κόσμου δεν κατέληξαν σε συμφωνία ούτε για την ημερομηνία-στόχο, ώστε να επιτευχθεί η λεγόμενη κλιματική ουδετερότητα, ούτε για την ημερομηνία-στόχο για να τερματιστεί η ηλεκτροπαραγωγή με την καύση άνθρακα.
Η κυρία Μέρκελ εξέφρασε την αισιοδοξία της ότι μπορεί ακόμη να αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, όπως δήλωσε, γι’ αυτό «πρέπει -και επίσης θα έλεγα ότι μπορούμε- να εφαρμόσουμε τη Συμφωνία του Παρισιού».
Πάντως αναγνώρισε πως «δεν θα φτάσουμε τα 100 δισ. δολάρια έως το 2023», αναφερόμενη στον στόχο οι βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες να προσφέρουν το ποσό αυτό σε ετήσια βάση στις αναπτυσσόμενες για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής. Υποτίθεται ότι αυτός ο στόχος είχε επιτευχθεί από το 2020, δυνάμει συμφωνίας από το 2009, αλλά δεν εκπληρώθηκε ποτέ.