Σε συμφωνία προκειμένου να αρθούν οι τιμωρητικοί τελωνειακοί δασμοί στον χάλυβα και στο αλουμίνιο που είχαν επιβληθεί από τον Αμερικανό τέως πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ το 2018 καθώς και τα βρετανικά αντίποινα σε αμερικανικά προϊόντα κατέληξαν η αμερικανική και η βρετανική κυβέρνηση, όπως ανακοίνωσαν χθες οι ΗΠΑ.
«Η συμφωνία αυτή θα συμβάλει (…) όχι μόνο στο να εγγυηθούμε τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των βιομηχανιών χάλυβα και αλουμινίου της χώρας μας και να προστατεύσουμε αμερικανικές θέσεις εργασίας, αλλά θα άρει επίσης τους τελωνειακούς δασμούς που είχαν επιβληθεί σε αντίποινα», ανέφεραν η υπουργός Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο και η Αμερικανίδα αντιπρόσωπος για το εμπόριο (USTR) Κάθριν Τάι σε κοινή ανακοίνωσή τους, χωρίς να παραλείψουν να τονίσουν ότι η επίτευξή της θα επιτρέψει στις δύο χώρες να επικεντρωθούν σε αυτές που αποκαλούν «αθέμιτες εμπορικές πρακτικές» της Κίνας. Η ανακοίνωση έγινε κατά την ολοκλήρωση επίσκεψης της υπουργού Διεθνούς Εμπορίου της Βρετανίας Αν-Μαρί Τρεβέλιαν.
Οι δύο κυβερνήσεις είχαν ανακοινώσει από τον Ιανουάριο την έναρξη διαπραγματεύσεων για να τερματιστεί αυτή η πολύ αμφιλεγόμενη κληρονομιά της εποχής Τραμπ. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μεταξύ των χωρών που είδαν να τους επιβάλλονται επιπρόσθετοι δασμοί 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο τον Ιούλιο του 2018, εν μέσω του εμπορικού πολέμου που είχε εξαπολύσει ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος.
Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν ήδη κατέληξε σε συμφωνίες για τον σκοπό αυτό με την Ευρωπαϊκή Ένωση (τον Οκτώβριο) και με την Ιαπωνία (τον Φεβρουάριο).
Πέραν των δασμών στα εξαγόμενα προϊόντα βρετανικών μεταλλουργικών βιομηχανιών θα αρθούν έτσι οι δασμοί σε εξαγόμενα αμερικανικά προϊόντα στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ αυτών μοτοσικλέτες, οινοπνευματώδη ποτά, ενδύματα κ.λπ. Η συμφωνία θα επιτρέψει επίσης να μειωθεί ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ, όπου ο δείκτης τιμών καταναλωτή έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 40 ετών, σύμφωνα με την κυρία Ραϊμόντο.
Η Βρετανία είναι συγκριτικά μικρός προμηθευτής χάλυβα στις ΗΠΑ. Η ποσόστωση 500.000 τόνων επεξεργασμένου χάλυβα είναι υψηλότερη από τις παραδόσεις του 2018 και του 2019 αλλά πολύ μικρότερο από αυτές της ΕΕ (4 εκατ. τόνοι) και της Ιαπωνίας (1,25 εκατ. τόνοι).
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, βρετανική χαλυβουργία που ανήκει σε κινεζικό όμιλο (πρόκειται για την British Steel, που εξαγοράστηκε από τον Jingye Group το 2020) θα υποβληθεί σε έλεγχο από ορκωτούς λογιστές για να εκτιμηθεί η «επιρροή» της Κίνας και τα αποτελέσματά της θα μοιραστούν οι δύο κυβερνήσεις, ενώ δεν αποκλείεται η διαδικασία να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις.