Η λήψη μέτρων κατά των κλιματικών αλλαγών θα είναι λιγότερο δαπανηρή για την οικονομία από την αδράνεια, όπως εκτιμούν περισσότεροι από 700 διεθνείς οικονομολόγοι -ειδικοί σε αυτό το θέμα- σε έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα.
Από τους 738 οικονομολόγους που ρωτήθηκαν από το Institute for Policy Integrity του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, το 66% συμφωνεί ότι τα πλεονεκτήματα μιας σαφούς μείωσης των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου έως το 2050 υπερτερούν των δαπανών και το 74% κρίνει ότι είναι απαραίτητες άμεσες και δραστικές ενέργειες για να μειωθούν οι εκπομπές των αερίων, στις οποίες οφείλεται η υπερθέρμανση του πλανήτη, έναντι ποσοστού 50% που δήλωνε το ίδιο το 2015.
«Άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη σταδιοδρομία τους στη μελέτη της οικονομίας συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ότι η κλιματική αλλαγή θα στοιχίσει ακριβά και θα είναι ενδεχομένως καταστροφική» υπογράμμισε ο Πίτερ Χάουαρντ, διευθυντής του Ινστιτούτου για την Ακεραιότητα Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης που διεξήγαγε την έρευνα.
Αν συνεχιστεί με τον σημερινό ρυθμό η υπερθέρμανση του πλανήτη, οι οικονομικές ζημίες θα φτάσουν το 1,7 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως έως το 2025 και τα περίπου 30 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως ως το 2075, σύμφωνα με τον μέσο όρο των προβλέψεων των οικονομολόγων που ρωτήθηκαν στη σχετική έρευνα, οι οποίοι είναι όλοι συντάκτες μελετών για την κλιματική αλλαγή σε οικονομικές επιθεωρήσεις.
Οι οικονομικές συνέπειες της αδράνειας για το κλίμα θα επιδεινώσουν τις εισοδηματικές ανισότητες ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες, κρίνει επίσης το 89% των οικονομολόγων που ρωτήθηκαν. Επίσης, περίπου το 70% των οικονομολόγων πιστεύει ότι ακόμη και εντός των ίδιων των χωρών οι κλιματικές αλλαγές θα αυξήσουν τις ανισότητες ανάμεσα στις λαϊκές και τις πλουσιότερες τάξεις.
Ωστόσο, οι οικονομολόγοι που ρωτήθηκαν εξακολουθούν να είναι αισιόδοξοι όσον αφορά την ταχεία ανάπτυξη καθαρών πηγών ενέργειας, κρίνοντας ότι ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% του ενεργειακού μείγματος σε παγκόσμιο επίπεδο θα συνίσταται από τεχνολογίες μηδενικών εκπομπών έως το 2050, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε περίπου 10%.